διαμφισβητώ

διαμφισβητώ
(ε) μετ.
1) ставить под сомнение, сомневаться (в чём-л.); 2) оспаривать (право, первенство и т. п.);

διαμφισβητώ την διαθήκη — оспаривать завещание


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαμφισβητώ" в других словарях:

  • διαμφισβητώ — (AM διαμφισβητῶ, έω) 1. θέτω υπό αμφισβήτηση 2. διατυπώνω διεκδικήσεις ή απαιτήσεις για την κυριότητα ενός αντικειμένου 3. διατυπώνω επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα ή αυθεντικότητα ενός αντικειμένου 4. διαφιλονικώ …   Dictionary of Greek

  • αδιαμφισβήτητος — η, ο [διαμφισβητώ] 1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος 2. αδιεκδίκητος …   Dictionary of Greek

  • διαμφισβήτηση — η (AM διαμφισβήτησις, εως) [διαμφισβητώ] 1. διαφιλονίκηση, άρνηση με αμφισβήτηση 2. εριστική συζήτηση, φραστικός διαπληκτισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»